- διαμαρτύρεται
- διαμαρτύ̱ρεται , διαμαρτύρομαιcall gods and men to witnessaor subj mp 3rd sg (epic)διαμαρτύ̱ρεται , διαμαρτύρομαιcall gods and men to witnesspres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιαμαρτύρητος — η, ο [διαμαρτύρομαι] 1. αυτός που δεν διαμαρτύρεται, αγόγγυστος, υπομονετικός, καρτερικός 2. (Νομ.) «αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική», η συναλλαγματική για την οποία δεν συντάχθηκε διαμαρτυρικό … Dictionary of Greek
διαδήλωση — η 1. η εξωτερίκευση ή εκδήλωση φρονημάτων ή συναισθημάτων 2. παρέλαση στους δρόμους πλήθους που πανηγυρίζει ή διαμαρτύρεται για κάποιο γεγονός 3. πανηγυρική υποδοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Γεώργ. Ρουσιάδη] … Dictionary of Greek
ρούχο — το / ῥοῡχον, ΝΜ ένδυμα, φόρεμα (α. «κι εις το ρούχο σου έσταζ αίμα, πλήθος αίμα ελληνικό», Σολωμ. β. «λαμπρὸν ἐφόρει ῥοῡχον, πολύτιμον καὶ θαυμαστόν», Διγ. Ακρ.) νεοελλ. 1. ύφασμα 2. φρ. α) «είναι στα ρούχα» ή «έπεσε στα ρούχα» είναι άρρωστος,… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
Αντρέγεφ, Λεονίντ Νικολάγεβιτς — (Leonid Nikolayevich Andreyev, Ορέλ 1871 – Μουσταμέγκι, Φιλανδία 1919).Ρώσος συγγραφέας (αναφέρεται και ως Αντρέεφ). Τα πρώτα του έργα τράβηξαν την προσοχή του Γκόρκι, που ανέλαβε να τα δημοσιεύσει. Αρχικά προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του τα… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek
Λαβέριος Δέκιμος — (105 – 43 π.Χ.). Ρωμαίος κωμωδιογράφος. Ο Λ. εισήγαγε τον μίμο ως λογοτεχνικό είδος, προκαλώντας την οργή του Καίσαρα με την πολιτική κριτική που ασκούσε μέσω των έργων του. Σύμφωνα με βιογραφική μαρτυρία του Μακρόβιου, ο Καίσαρας, επιθυμώντας να … Dictionary of Greek
διαρρηγνύω — (διαρρηγνύω), διέρρηξα βλ. πίν. 87 Σημειώσεις: (διαρρηγνύω) : σπάνια χρησιμοποιείται ο ενεστωτικός τύπος, κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις όπως διαρρηγνύει τα ιμάτια του → διαμαρτύρεται ή απορεί με έντονο τρόπο. Μερικές φορές απαντώνται ορισμένοι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδιαμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαμαρτύρεται, που υπομένει αγόγγυστα: Υπόμενε αδιαμαρτύρητα τους θυμούς και τις φωνές του. 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε διαμαρτύρηση: Τα γραμμάτια έληξαν, αλλά έμειναν αδιαμαρτύρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπονούμενος — παραπονούμενος, η, ο μτχ. παθ. ενεστ., αυτός που παραπονιέται, διαμαρτύρεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)